Η σχιζοφρένεια εμφανίζεται σπάνια στην παιδική ηλικία (επιπολασμός σημείου < 1/10.000 πριν την ηλικία των 12 ετών) και συνηθέστερα έχει ύπουλη έναρξη, βαριά κλινική εικόνα και δυσμενή πορεία και έκβαση. Η συχνότητα εμφάνισης της διαταραχής αυξάνει δραματικά στην εφηβεία και, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, ο επιπολασμός της ανέρχεται σε 0,23% στην ηλικία των 13–18 ετών. Τα ευρήματα από κλινικές, νευροαπεικονιστικές, νευροψυχολογικές και νευροβιολογικές μελέτες υποστηρίζουν ότι, παρά τις αναπτυξιακές διαφορές, υπάρχει μια θεμελιώδης συνέχεια ανάμεσα στην παιδική, την εφηβική και τη σχιζοφρένεια των ενηλίκων. Για τον λόγο αυτό, τα κριτήρια του DSM-IV και του ICD-10 για τη σχιζοφρένεια ισχύουν για όλο το ηλικιακό φάσμα, αλλά η εφαρμογή τους στις μικρότερες ηλικίες είναι δύσκολη, και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε αναπτυξιακής φάσης. Ανάλογες δυσκολίες εμφανίζει η διαφορική διάγνωση της παιδικής και εφηβικής σχιζοφρένειας, ιδιαίτερα από τις διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές, τις συναισθηματικές διαταραχές με ψυχωσικά στοιχεία, και ορισμένες άτυπες ψυχώσεις. Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από ακουστικές κυρίως ψευδαισθήσεις, παραληρητικές ιδέες οι οποίες είναι λιγότερο σύνθετες από ό,τι στους ενήλικες, και αμβλύ ή απρόσφορο συναίσθημα. Αρκετά συχνή είναι η διαταραχή στη δομή της σκέψης καθώς και η αποδιοργάνωση της συμπεριφοράς. Προνοσηρά νευρο-αναπτυξιακά ελλείμματα που αφορούν κυρίως τον λόγο, την κινητική εξέλιξη και την κοινωνική αλληλεπίδραση, εμφανίζονται κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής με μεγαλύτερη συχνότητα και βαρύτητα σε άτομα που αργότερα θα εκδηλώσουν σχιζοφρένεια κατά την παιδική ή εφηβική ηλικία, σε σύγκριση με την ενήλικη περίοδο. Επίσης, εμφανίζονται συχνά πρόδρομες εκδηλώσεις, που προηγούνται της εμφάνισης των ψυχωσικών συμπτωμάτων. Η εμφάνιση των κύριων ψυχωσικών εκδηλώσεων είναι κατά κανόνα βραδεία και ύπουλη, και οδηγεί συχνά σε καθυστέρηση της διάγνωσης και θεραπείας, με δυσμενείς επιπτώσεις στην πορεία και έκβαση της διαταραχής. Η έναρξη της ενεργού ψύχωσης συνοδεύεται από σοβαρή έκπτωση της λειτουργικότητας στη συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών και εφήβων, και η πορεία και έκβαση της διαταραχής είναι δυσμενής στο 50–60% των περιπτώσεων. Σε σύγκριση με τη σχιζοφρένεια των ενηλίκων, η παιδική σχιζοφρένεια εμφανίζει υψηλότερη οικογενή προδιάθεση και πιθανόν μεγαλύτερη κληρονομική επιβάρυνση. Ορισμένα από τα γονίδια κινδύνου που έχουν ανιχνευθεί στη σχιζοφρένεια των ενηλίκων επαληθεύτηκαν και σε μελέτες για την παιδική σχιζοφρένεια. Οι νευροαπεικονιστικές μελέτες στην παιδική σχιζοφρένεια εμφανίζουν ενδείξεις για προοδευτικά εξελισσόμενες μορφολογικές ανωμαλίες του εγκεφάλου. Οι ασθενείς με παιδική σχιζοφρένεια εμφανίζουν κατά τη διάρκεια της εφηβείας σημαντική προοδευτική μείωση του όγκου της φαιάς ουσίας, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την αναμενόμενη φυσιολογικά μείωση της φαιάς ουσίας κατά την ανάπτυξη του εγκεφάλου στην εφηβεία, η οποία φαίνεται ότι συνδέεται με την αναδιοργάνωση («κλάδεμα») των συνάψεων. Τα συγκλίνοντα δεδομένα από τις μελέτες για τη σχιζοφρένεια σε παιδιά, εφήβους και ενηλίκους υποστηρίζουν τις επικρατούσες σύγχρονες νευροαναπτυξιακές θεωρίες για την αιτιοπαθογένεια της σχιζοφρένειας. Η αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας σε παιδιά και εφήβους στηρίζεται σε ένα πολυδιάστατο θεραπευτικό σχέδιο που περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, ατομική ψυχοθεραπεία, καθώς και οικογενειακές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές παρεμβάσεις.

Λέξεις ευρετηρίου: Παιδική και εφηβική σχιζοφρένεια, σχιζοφρένεια ενηλίκων, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σύγκριση.

Χρ. Ανδρούτσος (σελίδα 82) - Πλήρες άρθρο