Παρακολουθώ αρκετό καιρό τη διαμάχη που έχει ξεσπάσει στη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία ανάμεσα στους όρους “sex“ και “gender“. Παραδοσιακά ο όρος sex προσδιορίζει το φύλο που καθοριζόταν από την εμφάνιση των γεννητικών οργάνων και συνήθως το δήλωνε ο μαιευτήρας, η μαία, ή παλαιότερα η μαμή. Όλοι αυτοί δήλωναν το φύλο του νεογέννητου ως άρρεν ή θήλυ. Δεν υπήρχε άλλη διαβάθμιση. Ο όρος φύλο (sex) είναι επομένως μια ανελαστική κατηγορική έννοια. Δεν νοείται εύκολα, το «ολίγον άρρεν» ή «ολίγον θήλυ» όπως δεν νοείται το «ολίγον έγκυος».

Στον πρόλογο του DSM-5 αναφέρεται ότι η πρόθεση της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας είναι να προτείνει τη νέα διαστασιακή ταξινόμηση των ψυχικών συμπτωμάτων με το σκεπτικό ότι το ήδη υπάρχον κατηγορικό σύστημα δεν ανταποκρίνεται στις κλινικές και ερευνητικές ανάγκες.1 Σε αυτή την περίπτωση θα είναι δύσκολο (αν όχι αδύνατον) να διαβαθμιστεί ο όρος “sex“ που παραπέμπει στον βιολογικό προσδιορισμό του φύλου.

Έχω, λοιπόν, την εντύπωση ότι ανασύρεται από το παρελθόν ο όρος “gender“ (γένος) που μπορεί να διαβαθμιστεί, δηλαδή να έχει διαστάσεις γιατί εξ ορισμού περιέχει τον κοινωνικό προσδιορισμό της αναπαραγωγικής συμπεριφοράς, που όμως έχει αποδεσμευτεί από τον καθαυτό αναπαραγωγικό ρόλο.

Ο όρος “gender“ ανακλήθηκε από τη γραμματική το 1955 από τον γνωστό στη βιβλιογραφία, J. Money για να δηλώσει ακριβώς την κοινωνική επίδραση στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του “sex“ γι’ αυτό αρχικά τον χρησιμοποίησε ως G-I/R που σημαίνει Gender Identity Role.2

Από αυτόν τον όρο τα τελευταία χρόνια απομονώθηκε ο όρος “gender“ και έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται παντού υποβαθμίζοντας τον σαφώς βιολογικό, ανελαστικό όρο “sex“.3 Ο όρος εξαπλώθηκε πάρα πολύ όταν υιοθετήθηκε από το φεμινιστικό κίνημα για να τονίσει τις «κοινωνικά κατασκευασμένες» διαφορές μεταξύ των δύο φύλων.

Με τη χρήση του όρου “gender“ έχουν προταθεί πολλές διαβαθμίσεις της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Σε πρόσφατο άρθρο των Zucker et al αναφέρονται δέκα ξεχωριστές gender συμπεριφορές όπως agender, gender nonconforming, gender neutral, gender variant, gender queer, gender dysphoria, gender fluid, bigender, nonbinary, transgender.4 Πολλές από αυτές τις ταυτότητες αλληλοεπικαλύπτονται.

Στην ελληνική γλώσσα η απόδοση του όρου gender ως φύλο είναι προφανές ότι θα οδηγήσει σε σύγχυση με τον όρο sex (άρρεν, θήλυ) που επίσης αποδίδεται ως φύλο. Η απόδοση του gender με τον όρο γένος επίσης οδηγεί σε δυσνοήσεις ή παρανοήσεις, όπως έγινε πρόσφατα με τον νόμο για αλλαγή του δελτίου ταυτότητας στα άτομα με δυσφορία ταυτότητας φύλου. Στην ουσία του ο όρος καθορίζει την αρρενωπότητα/θηλυκότητα όπως διαμορφώνεται από το κοινωνικό πλαίσιο.

Κατά τη γνώμη μας, στην ελληνική γλώσσα θα διευκόλυνε η απόδοση του gender με τον κοινωνικό του προσδιορισμό, δηλαδή κοινωνικό φύλο και κατ’ επέκταση κοινωνική ταυτότητα φύλου. Ως προς τον όρο gender dysphoria θα μπορούσε να αποδοθεί ως δυσφορία γένους για να πάρει αποστάσεις από τη δυσφορία που γεννούν οι δυσπλασίες των γεννητικών οργάνων που αναφέρονται στη βιβλιογραφία ως intersexual desorders και στα Ελληνικά θα μπορούσε να γίνει «διαταραχές διάπλασης γεννητικών οργάνων».

 

Βιβλιογραφία

  1. American Psychiatric Association. Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders. 5th Ed. American Psychiatric Publishing, Arlington, VA, 2013
  2. Money J. Hermaphroditism, gender and precocity in hyperadrenocorticism: Psychologic findings. Bull Johns Hopkins Hosp 1955, 96:253–264
  3. Haig D. The inexorable rise of gender and the decline of sex: social change in academic titles, 1945–2001. Arch Sex Behav 2004, 33:87–96, doi: 10.1023/b:aseb.0000014323.56281.0d
  4. Zucker KJ, Lawrence AA, Kreukels BP. Gender Dysphoria in Adults. Annu Rev Clin Psychol 2016, 12:217–247, doi:10.1146/annurev-clinpsy-021815-093034

 

Πλήρες άρθρο σε pdf (Ελληνικά - Αγγλικά)