Το «κίνημα της ανάρρωσης» (recovery movement) διαφοροποίησε την κλινική, που αφορά τα συμπτώματα μίας διαταραχής, από την προσωπική ανάρρωση του ασθενούς, η οποία ορίζεται υποκειμενικά από τον κάθε ασθενή και χαρακτηρίζεται από ευεξία, ελπίδα, καθώς και ικανότητα διαχείρισης του εαυτού. Η έρευνα στη σχιζοφρένεια εστίασε για μεγάλο διάστημα στους παράγοντες κινδύνου και στη συμπτωματολογία της διαταραχής.
Το κίνημα της ανάρρωσης έδωσε το έναυσμα για τη στροφή της έρευνας από την ψυχοπαθολογία στην καλύτερη προσαρμογή και εξέλιξη των ασθενών παρά την ύπαρξη της διαταραχής. Το κίνημα της ανάρρωσης άνθισε παράλληλα με τη θετική ψυχολογία, η οποία εστιάζει στην έρευνα των ανθρωπίνων δυνατοτήτων και προτερημάτων και μελετά τα κίνητρα και τις προοπτικές του ανθρώπου. Η κατανόηση των ανθρωπίνων δυνάμεων μπορεί να συνεισφέρει στην αποτροπή ή εξασθένιση των αρνητικών επιπτώσεων των ψυχικών διαταραχών, καθώς η αισιοδοξία, η αίσθηση ελέγχου του εαυτού και πολλά άλλα θετικά χαρακτηριστικά του ατόμου προάγουν την ψυχική υγεία.
Τελευταία, οι έννοιες της θετικής ψυχολογίας εισήχθησαν στην έρευνα της σχιζοφρένειας. Οι θετικές αυτοαξιολογήσεις φάνηκε να αμβλύνουν τον αυτοκτονικό ιδεασμό, ακόμα και σε ασθενείς με υψηλά επίπεδα απελπισίας.1 Επίσης, μεταξύ άλλων παραγόντων, η θετική εικόνα εαυτού, η εσωτερική έδρα ελέγχου (locus of control), δηλαδή η θεώρηση ότι η έκβαση των γεγονότων στη ζωή σχετίζεται με τις πράξεις του ατόμου, καθώς και η έμφαση στην προσωπική προσπάθεια φάνηκε να αποτελούν προγνωστικούς δείκτες για την επίτευξη ικανοποιητικού επιπέδου λειτουργικότητας σε ασθενείς που δεν λάμβαναν φαρμακευτική αγωγή.2
Η έννοια της «ψυχικής ανθεκτικότητας» είναι στενά συνδεδεμένη με τη θετική ψυχολογία. Η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρία ορίζει την ψυχική ανθεκτικότητα ως «τη διαδικασία ικανοποιητικής προσαρμογής σε αντίξοες συνθήκες, τραύμα, απειλές ή σημαντικές πηγές στρες». Στη έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας συμπεριλαμβάνεται η ανάκαμψη (rebound) του ατόμου από την αντίξοη συνθήκη.3
Η ψυχική ανθεκτικότητα καθορίζεται από βιολογικούς, ψυχολογικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, οι οποίοι αλληλεπιδρούν με πολύπλοκο τρόπο. Τα κύρια χαρακτηριστικά του ατόμου με ψυχική ανθεκτικότητα είναι οι κοινωνικές δεξιότητες, η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, η αυτονομία και η αίσθηση ότι το άτομο έχει έναν σκοπό στη ζωή του. Στα χαρακτηριστικά προσωπικότητας που συνδέονται με την ψυχική ανθεκτικότητα περιλαμβάνονται επίσης η υψηλή αυτοεκτίμηση, η εξωστρέφεια και η αισιοδοξία. Τα προσόντα και οι ικανότητες του ατόμου διαμορφώνουν τη λεγόμενη «φαινομενολογική ψυχική ανθεκτικότητα», η οποία είναι δυνατόν να μετρηθεί με κλίμακες.4,5
Αρχικά, η έρευνα εστίασε στη μελέτη της ψυχικής ανθεκτικότητας σε σχέση με τη μετατραυματική διαταραχή στρες και την κατάθλιψη. Πρόσφατα, η ψυχική ανθεκτικότητα αναγνωρίστηκε ως προγνωστικός δείκτης επανεμφάνισης καταθλιπτικών επεισοδίων στη διπολική διαταραχή.6 Επίσης, χαμηλά επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητας διαπιστώθηκαν σε άτομα υψηλού κινδύνου για εμφάνιση ψύχωσης. Μάλιστα, τα άτομα υψηλού κινδύνου για ψύχωση που τελικά εκδήλωσαν τη νόσο είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητας από τα άτομα που δεν νόσησαν. Επιπροσθέτως, υψηλά επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητας σε άτομα υψηλού κινδύνου για ψύχωση συσχετίστηκαν με ηπιότερα αρνητικά, αγχώδη και καταθλιπτικά συμπτώματα, καθώς και καλύτερη κοινωνική λειτουργικότητα.7,8 Ασθενείς με σχιζοφρένεια με υψηλότερα επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητας και αισιοδοξία είχαν υψηλότερο δείκτη ευτυχίας, ο οποίος συσχετίστηκε με χαμηλότερη αντίληψη άγχους και ισχυρότερη αίσθηση κυριαρχίας του εαυτού.9 Τέλος, η ψυχική ανθεκτικότητα φάνηκε να αποτελεί σημαντικό προβλεπτικό δείκτη της λειτουργικότητας σε μία υποομάδα σχιζοφρενών που δεν λάμβαναν φαρμακοθεραπεία.10
Με βάση τις ενδείξεις που υποστηρίζουν μία θετική συσχέτιση ανάμεσα στην ψυχική ανθεκτικότητα και την έκβαση της σχιζοφρένειας, καθώς και το γεγονός ότι η ψυχική ανθεκτικότητα τροποποιείται και μπορεί να βελτιωθεί με τη θεραπεία,5 η έρευνα γύρω από την ψυχική ανθεκτικότητα είναι σκόπιμη, ιδιαίτερα κατά την κρίσιμη περίοδο των πρώτων 3–5 ετών από την έναρξη της διαταραχής,11 με στόχο τη δημιουργία παρεμβάσεων που να την ενισχύουν. Οι διάφορες προσεγγίσεις της θετικής ψυχολογίας στοχεύουν στη βελτίωση της ψυχικής υγείας μέσω ανάπτυξης και καλλιέργειας θετικών συναισθημάτων, συμπεριφορών και γνωστικών σχημάτων. Πρόσφατα, ένας τύπος θετικής ψυχοθεραπείας προσαρμόστηκε σε ασθενείς με σχιζοφρένεια και φάνηκε ότι μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση της λειτουργικότητας.12
Συμπερασματικά, η διατηρούμενη βελτίωση στην κοινωνική και επαγγελματική λειτουργικότητα παραμένει ο πιο σημαντικός προγνωστικός δείκτης ανάρρωσης από τη σχιζοφρένεια. Παρ΄ όλα αυτά, η θεραπευτική παρέμβαση που εστιάζει μόνο στη χορήγηση των διαθέσιμων φαρμακευτικών σκευασμάτων δεν φαίνεται να συμβάλλει στην ανάρρωση όλων των ασθενών. Οι μελέτες που εισάγουν την ψυχική ανθεκτικότητα και άλλες έννοιες της θετικής ψυχολογίας ενισχύουν τη στροφή της έρευνας στη σχιζοφρένεια από τους παράγοντες κινδύνου στους προστατευτικούς παράγοντες, αντιστρέφουν το ερώτημα «ποιοι παράγοντες σχετίζονται με την υποτροπή και τη χρονιότητα» στο «ποιοι παράγοντες προάγουν την ανάρρωση» και ανοίγουν το δρόμο για τη δημιουργία πρόσθετων θεραπευτικών προσεγγίσεων.
Βασίλειος Π. Μποζίκας
Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχιατρικής, Α’ Ψυχιατρική Κλινική
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Ελένη Παρλαπάνη
Επίκουρος Καθηγήτρια Ψυχιατρικής, Α’ Ψυχιατρική Κλινική
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Bιβλιογραφία