Η μείζων κατάθλιψη και η δυσθυμική διαταραχή στις μικρές ηλικίες είναι συχνές διαταραχές, οι οποίες πολλές φορές υποτροπιάζουν, σχετίζονται με έκπτωση της λειτουργικότητας (διαπροσωπική, σχολική), καθώς και με αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονικότητας και χρήσης ουσιών. Διάφορες μελέτες, σε κλινικούς και μη πληθυσμούς, έχουν δείξει ότι η μείζων κατάθλιψη στην εφηβική ηλικία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη αυτής, καθώς και διπολικής διαταραχής στην ενήλικη ζωή, με μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις (περισσότερα διαζύγια, βία) και τις ακαδημαϊκές σπουδές. Πιο συγκεκριμένα, έφηβοι με μείζονα κατάθλιψη έχουν 2–7 περισσότερες πιθανότητες να έχουν κατάθλιψη ως ενήλικες σε σύγκριση με εφήβους χωρίς κατάθλιψη. Έφηβοι με κατάθλιψη είχαν λιγότερες πιθανότητες από μη καταθλιπτικούς να έχουν ολοκληρώσει υψηλότερη εκπαίδευση στην ηλικία των 30 ετών, ενώ γυναίκες με ιστορικό κατάθλιψης ανέφεραν περισσότερες εκτρώσεις, αποβολές, βία με τους συντρόφους τους, σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, μεγαλύτερο αριθμό στενών σχέσεων, περισσότερα διαζύγια, και πως ήταν μόνες μητέρες. Από μια σημαντική μελέτη (του Maudsley) προκύπτει επίσης ότι η κατάθλιψη στην εφηβεία ενέχει αυξημένο κίνδυνο για κατάθλιψη στην ενήλικη ζωή ανεξάρτητα από τη συννόσηση, ενώ οι συννοσηρές διαταραχές διαγωγής στα παιδιά αφορούν αυξημένα ποσοστά εξάρτησης από ουσίες, αλκοολισμού και διαταραχής αντικοινωνικής προσωπικότητας αργότερα. Σύμφωνα με άλλες μελέτες, οι διαταραχές προσωπικότητας (εξαρτημένου, αντικοινωνικού, και ιστριονικού τύπου) είναι πιθανό να αποτελούν εναλλακτικές μορφές συνέχειας για τη μείζονα κατάθλιψη και άλλες ψυχικές διαταραχές από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Επιπλέον, η διπολική διαταραχή τύπου Ι στις μικρές ηλικίες συνδέεται με αυξημένα ποσοστά μανιακών επεισοδίων και χρήση ουσιών αργότερα, ενώ υπάρχει συχνά μεγάλη καθυστέρηση στην αναγνώριση και διάγνωσή της. Διάφοροι παράγοντες, όπως π.χ. δημογραφικοί, κλινικοί, οικογενειακοί και πρώιμες αντιξοότητες, συμβάλλουν και σχετίζονται με τη μακροχρόνια πορεία και έκβαση της κατάθλιψης και της δυσθυμίας, και κατά συνέπεια θα πρέπει να αξιολογούνται από τους κλινικούς: μεγαλύτερη ηλικία, χαμηλότερη εκπαίδευση, συνύπαρξη με διαταραχή άγχους, μεγαλύτερη οικογενειακή επιβάρυνση για χρονία κατάθλιψη, ιστορικό όχι καλής σχέσης με τη μητέρα και ιστορικό παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης. Επιπροσθέτως, η μεγαλύτερη διάρκεια της δυσθυμίας αποτελεί προγνωστικό δείκτη για μεγαλύτερη λειτουργική έκπτωση μετά 10 έτη. Επειδή λοιπόν οι διαταραχές συναισθηματικής διάθεσης στις μικρές ηλικίες, και κυρίως στην εφηβεία, είναι πιθανό να συνεχίζονται στην ενήλικη ζωή, χρειάζεται να υπάρχει έγκαιρη αναγνώριση, αξιολόγηση και θεραπεία. Παιδιά που διατρέχουν κίνδυνο ανάπτυξης κατάθλιψης και παιδιά με κατάθλιψη, ακόμα και μη κλινική, χρειάζεται να εντοπίζονται και να αντιμετωπίζονται έγκαιρα στις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας ή και τα σχολεία. Τέλος, είναι ιδιαίτερα σημαντική η συνέχιση της ψυχοκοινωνικής φροντίδας των πασχόντων από την παιδική στην εφηβική και αργότερα στην ενήλικη ζωή.

Λέξεις ευρετηρίου: Διαταραχές διάθεσης, διαταραχές συναισθήματος, παιδιά, έφηβοι, συνέχεια, ενήλικη ζωή.

Γ. Κολαΐτης (σελίδα 94) - Πλήρες άρθρο