Το 30.1 Πρόβλημα του Corpus Aristotelicum (Αριστοτελικό Σύνταγμα) αποτελεί την πιο καλά δομημένη ανάλυση της μελαγχολίας που υπάρχει σε αυτή τη συλλογή. Παρά τις σοβαρές αμφιβολίες που γεννώνται για το αν το συγκεκριμένο κείμενο, όπως διασώθηκε, είναι γραμμένο από τον ίδιο τον Αριστοτέλη (384–322 π. Χ.) ή κάποιον από τους οπαδούς του –με πιο πιθανό τον Θεόφραστο (372–287 π. Χ.)– εντούτοις θεωρείται ότι εκφράζει τις πραγματικές αριστοτελικές αντιλήψεις. Τα δύο αντίρροπα συναισθήματα, της ευθυμίας και της δυσθυμίας, που αποδίδονται στους «μελαγχολικούς», συνιστούν την κύρια δυσκολία στο να γίνει αντιληπτή η ασαφής έννοια της μελαγχολίας σε αυτό το έργο. Σε όλες τις προηγούμενες προσεγγίσεις τα παραπάνω έγιναν αντιληπτά ως πολυμορφία στη συμπτωματολογία της μελαγχολίας, δηλαδή της ψυχικής νόσου στην αρχαιότητα που προσομοίαζε στη σύγχρονη κατάθλιψη. Κατά την άποψή μας, το κείμενο αυτό στην πραγματικότητα αποτελεί μια μελέτη παθολογικής φυσιολογίας, στην οποία παρουσιάζεται η αριστοτελική ιδέα για τον καταλυτικό ρόλο της μέλαινας χολής ως αιτιολογικού παράγοντα διαμόρφωσης των δύο συγκεκριμένων συναισθημάτων στον άνθρωπο. Ο μηχανισμός γέννησής τους στηρίχθηκε στη μεταβολή της θερμοκρασίας του χυμού, ώστε η υπερθέρμανσή του να προκαλεί την ευθυμία και η ψύξη του τη δυσθυμία. Όμως, η αναφορά στους υγιείς και η διαβάθμιση της ποσότητας της μέλαινας χολής στο ανθρώπινο σώμα σε μικρή, μεσαία και μεγάλη, με την τελευταία να αναγνωρίζεται στους ψυχικά πάσχοντες, υποδεικνύει ότι τα δύο συναισθήματα δεν περιορίζονταν μόνο ως παθολογικές εκδηλώσεις των ασθενών, αλλά λειτουργούσαν ακόμη και ως γνωρίσματα της ιδιοσυγκρασίας των υγιών, τα οποία προέκυπταν από το ίδιο σχήμα. Όσον αφορά στο ψυχοπαθολογικό περιεχόμενο, επειδή η ευθυμία δηλώθηκε με τη μορφή του υπέρμετρου ενθουσιασμού, πάθους και θάρρους και η δυσθυμία με τα διακριτικά στοιχεία του παράλογου φόβου, της νωχέλειας και της μωρίας, μας επιτρέπεται να υποθέσουμε ότι η πρώτη παρέπεμπε στη νόσο της μανίας και η δεύτερη σε εκείνη της μελαγχολίας, αφού αυτές οι περιγραφές αντιστοιχούσαν στα βασικά χαρακτηριστικά των δύο ασθενειών, όπως τα αντιλαμβάνονταν στην αρχαιότητα. Σύμφωνα με τη νέα ερμηνεία, η μέλαινα χολή γίνονταν αντιληπτή ως η κοινή πηγή των δύο νόσων, ώστε με αυτό τον τρόπο να εκφράζεται η αριστοτελική εκδοχή του συσχετισμού τους, που απασχόλησε αρκετούς από τους αρχαίους έλληνες ιατρούς, όπως τον Θεμίσωνα (1ος π.Χ. αιώνας) και τους οπαδούς του, τον Ρούφο τον Εφέσιο (1ος μ.Χ. αιώνας), τον Γαληνό (130–201 μ.Χ.) και τον Αρεταίο τον Καππαδόκη (2ος μ.Χ.). Αυτός ο συσχετισμός πιθανότατα ήταν το αποτέλεσμα της δυσκολίας στον καθορισμό των ορίων των δύο ψυχικών διαταραχών, επειδή η οργή και ο φόβος που αποτελούσαν ειδικά γνωρίσματα της μανίας και της μελαγχολίας αντίστοιχα, ήταν δυνατό να εμφανιστούν και στις δύο αυτές καταστάσεις, προκαλώντας σύγχυση. Τέλος, θα πρέπει να απορρίψουμε την υπόθεση της διπολικής διαταραχής, γιατί η γενικότητα των αναφορών φανερώνει ότι δεν αφορά αποκλειστικά σε ένα μόνο παθολογικό φαινόμενο, ενώ η απουσία σαφών στοιχείων ως προς τη χρονική έκταση και τη διαδοχή των δύο διαφορετικών συναισθηματικών καταστάσεων λειτουργούν ανασταλτικά ως προς αυτή την ταύτιση.

Λέξεις ευρετηρίου: Αριστοτελικό πρόβλημα 30.1, μελαγχολία, διπολική διαταραχή.

K. Λάιος, Μ. Καραμάνου, Β.Π. Κονταξάκης, Γ. Ανδρούτσος (σελίδα 153) - Πλήρες άρθρο (Αγγλικά)