Η πανδημία COVID-19 έχει επιφέρει αυξημένα επίπεδα άγχους, φόβου, θλίψης, δυσκολίες προσαρμογής, συμπτώματα μετατραυματικής διαταραχής και αυτοκτονικότητας, τόσο στο γενικό πληθυσμό όσο και σε ειδικές ομάδες. Η ύπαρξη ψυχοπαθολογίας αυτού του τύπου αυξάνει τον κίνδυνο εμπλοκής ή επιδεινώνει τη χρήση εθιστικών ουσιών και αλκοόλ, ως μια δυσπροσαρμοστική στρατηγική αντιμετώπισης.1
Από την άλλη πλευρά, τα άτομα με διαταραχές χρήσης ουσιών αποτελούν πληθυσμό υψηλού κινδύνου για μόλυνση από COVID-19 και για σοβαρή νόσηση. Σε μεγάλη ελεγχόμενη αναδρομική μελέτη περιπτώσεων στις ΗΠΑ διαπιστώθηκε ότι τα άτομα με διαταραχές χρήσης ουσιών είναι σημαντικά πιο ευάλωτα στον COVID-19 και τις επιπλοκές του (κατεξοχήν με διαταραχή χρήσης οπιοειδών OR=10,21 και με διαταραχή χρήσης καπνού OR=8,25), καθώς και ότι η πορεία και έκβαση της νόσου (νοσηλεία, θάνατος) ήταν χειρότερη σε σχέση με τα μη εξαρτημένα άτομα. Ως υπεύθυνοι παράγοντες ενοχοποιούνται κυρίως η αυξημένη σωματική συννοσηρότητα (συχνά αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα), οι κακές συνθήκες υγιεινής και διαβίωσης, η περιθωριοποίηση και οι δυσκολίες πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας.2,3
Τα διεθνή επιδημιολογικά δεδομένα κατά της πρώτους μήνες της πανδημίας σχετικά με τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα. Σε συγχρονική διαδικτυακή επιδημιολογική μελέτη που διεξήχθη σε δείγμα 36.538 ενηλίκων από 21 Ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ Απριλίου–Ιουλίου 2020 διαπιστώθηκε συνολικά μείωση της χρήσης αλκοόλ, που αποδόθηκε κυρίως στη μείωση της βαριάς επεισοδιακής κατανάλωσης, ενώ ταυτόχρονα καταγράφηκε αύξηση της κατανάλωσης μεταξύ των ατόμων με βαριά χρήση αλκοόλ. Η χρήση κάνναβης και νικοτίνης εμφάνισε αυξητικές τάσεις, καθώς και η χρήση κοκαΐνης αλλά σε μικρότερο της βαθμό, ενώ η χρήση MDMA (ecstasy) εμφάνισε μείωση.4 Σε ανασκόπηση 45 συγχρονικών μελετών από τον Δεκέμβριο 2019 έως το Νοέμβριο 2020, η χρήση αλκοόλ σημείωσε συνολικά αυξητικές τάσεις, παρόλες τις γεωγραφικές διαφοροποιήσεις, καθώς και η χρήση άλλων εθιστικών ουσιών, με μεγαλύτερη αύξηση να καταγράφει η κάνναβη.5 Ας σημειωθεί ότι εκείνοι που αύξησαν τη χρήση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της καραντίνας ήταν όσοι εμφάνισαν έντονα αρνητικούς συναισθηματικούς μηχανισμούς.6
Στη χώρα μας μια διαδικτυακή συγχρονική μελέτη τον Απρίλιο 2020 στο γενικό πληθυσμό κατά τη διάρκεια του πρώτου εγκλεισμού έδειξε μείωση της χρήσης αλκοόλ (43,7% των χρηστών αλκοόλ μείωσε ή διέκοψε), μείωση της κάνναβης (67,3% διέκοψε), ενώ αντιθέτως 33,3% αύξησαν τη χρήση νικοτίνης, μεταβολές που αποδόθηκαν στον περιορισμό της διαθεσιμότητας αλκοόλ, στην κοινωνική αποστασιοποίηση, τις αλλαγές στην καθημερινή ρουτίνα και στη μείωση του εισοδήματος.7,8 Επίσης, δεδομένα από τα λύματα της πόλης των Αθηνών, που ανέλυσε το Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας του ΕΚΠΑ, έδειξαν σημαντική αύξηση της χρήσης κοκαΐνης (67%), αμφεταμίνης (350%) και μεθαμφεταμίνης (37%), και μείωση της χρήσης MDMA (-38%) κατά την περίοδο του πρώτου εγκλεισμού, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.9 Οι αντίστοιχες αναλύσεις λυμάτων από άλλες Ευρωπαϊκές πόλεις «φανερώνουν ότι τα επίπεδα χρήσης των περισσότερων ουσιών είναι γενικά χαμηλότερα στη διάρκεια των αρχικών εγκλεισμών, στη συνέχεια όμως ανακάμπτουν μετά την άρση των εγκλεισμών. Συγκριτικά με το 2019, η συνολική κατανάλωση των περισσότερων ουσιών φαίνεται να παραμένει σε παρόμοια επίπεδα και, σε κάποιες πόλεις,
ίσως αυξημένα, βάσει της συγκεκριμένης πηγής δεδομένων. Εξαίρεση φαίνεται να αποτελούν η MDMA και η μεθαμφεταμίνη, δύο ουσίες τα επίπεδα χρήσης των οποίων το 2020 παρατηρούνται χαμηλότερα στις περισσότερες από τις συμμετέχουσες πόλεις».10,11
Αλλαγές υπήρξαν επίσης στους χώρους χρήσης των ουσιών, καθώς με τα κατά περιόδους περιοριστικά μέτρα η χρήση μεταφέρθηκε κυρίως στο σπίτι και σε ανοικτούς δημόσιους χώρους, και συνδέθηκε σε κάποιες περιπτώσεις με αύξηση της ενδοφλέβιας χρήσης και των περιστατικών τοξίκωσης. Τέλος, οι κατά διαστήματα δυσκολίες στη διαθεσιμότητα και διακίνηση των ναρκωτικών οδήγησε τους χρήστες στην αναζήτηση και άλλων ουσιών, στην αύξηση των πειραματισμών και του φαινομένου της πολυχρήσης, καθώς και στις αγορές μέσω διαδικτύου. Επιπλέον, ανησυχία προκαλεί η αυξανόμενη κατάχρηση βενζοδιαζεπινών, οι οποίες είτε εκτρέπονται από τη θεραπευτική χρήση είτε εμφανίζονται στην αγορά παράνομων ουσιών, συχνά με τη μορφή νέων βενζοδιαζεπινών.10,12
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (EMCDDA) «η αγορά ναρκωτικών επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στην αναστάτωση που προκάλεσε η πανδημία»… Η εμπορία προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες με αλλαγές στις οδούς και στις μεθόδους διακίνησης και με περαιτέρω ενίσχυση της ψηφιακής παρουσίας της αγοράς ναρκωτικών… «Η αρχική μείωση της χρήσης ουσιών που παρατηρήθηκε στη διάρκεια των πρώτων εγκλεισμών ανατράπηκε ταχύτατα με τη χαλάρωση των μέτρων τήρησης των κοινωνικών αποστάσεων. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται να υπήρχε λιγότερο ενδιαφέρον των χρηστών για ουσίες που συνήθως συνδέονται με ψυχαγωγικές δραστηριότητες, όπως η MDMA, και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για ουσίες που συνδέονται με κατ’ οίκον χρήση. Πάντως, η χαλάρωση των περιορισμών…στη διάρκεια του καλοκαιριού συνδέεται με ανάκαμψη των επιπέδων χρήσης». Επίσης, «τα δεδομένα φανερώνουν ότι οι περιστασιακοί χρήστες ουσιών πριν την COVID-19 μπορεί να έχουν περιορίσει ή και διακόψει τη χρήση στη διάρκεια της πανδημίας, ενώ οι πιο συστηματικοί χρήστες μπορεί να έχουν αυξήσει τη χρήση».10
Τα μέτρα που επιβλήθηκαν για τον έλεγχο της πανδημίας περιόρισαν και τροποποίησαν τις παρεχόμενες θεραπευτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας και απεξάρτησης. Παρά το γεγονός ότι οι υπηρεσίες αποκαταστάθηκαν σε ικανό βαθμό, υπήρξε αρχικά μείωση κατά 60% στη διαθεσιμότητα και παροχή υπηρεσιών απεξάρτησης στην Ευρώπη.13 Η δια ζώσης επαφή, κυρίως σε ομαδικό επίπεδο, μειώθηκε σημαντικά ή και σταμάτησε εντελώς για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ενώ η συχνότητα των ατομικών συναντήσεων αραίωσε σημαντικά. Τα προγράμματα προσπάθησαν να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες με τη χρήση της τεχνολογίας και της τηλεϊατρικής, παρέχοντας διαδικτυακά ομάδες υποστήριξης και ψυχοθεραπείας. Τα προγράμματα υποκατάστασης έγιναν πιο ευέλικτα με τη χορήγηση υποκατάστατων μεγάλης χρονικής διάρκειας (take home) ώστε να αποφεύγεται η μετακίνηση των χρηστών. Επίσης, υπήρξαν αντίστοιχες διευκολύνσεις στη συνταγογράφηση από τους θεράποντες ιατρούς. Έτσι, διατηρήθηκε μεν η επαφή των εξαρτημένων ατόμων με τη θεραπευτική διαδικασία, πλην όμως δεν ήταν σε θέση να καλυφθούν επαρκώς οι αυξημένες ανάγκες τους κατά την περίοδο αυτή.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η χρήση εθιστικών ουσιών φαίνεται να διαθέτει μια αυτόνομη δυναμική σε σχέση με την πανδημία και την συνεπαγόμενη ψυχοπαθολογία, και να βρίσκεται σε μια «χαλαρή» μη νομοτελειακή αιτιώδη σχέση με αυτή. Συνεπώς, πρέπει να αποφεύγονται βιαστικές και άκαιρες γενικεύσεις, και να μην συνάγονται εύκολα συμπεράσματα μέσω παρεκβολής από προηγούμενες διαφορετικού τύπου κοινωνικο-οικονομικές κρίσεις ή μέσω χωρο-χρονικά αποσπασματικών θεωρήσεων, που κατά κανόνα προβάλλονται από τα ΜΜΕ με τη μορφή ανησυχητικής αρνητικής πληροφόρησης.
Ελευθέριος Μέλλος
Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπευτής, Πρόγραμμα «ΑΘΗΝΑ», ΟΚΑΝΑ - Α΄ Ψυχιατρική Κλινική ΕΚΠΑ, Γραμματέας Κλάδου Ουσιοεξαρτήσεων της ΕΨΕ, Αθήνα, Ελλάδα
Θωμάς Παπαρρηγόπουλος
Καθηγητής Ψυχιατρικής, Α΄ Ψυχιατρική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αιγινήτειο Νοσοκομείο, Πρόεδρος Κλάδου Ουσιοεξαρτήσεων της ΕΨΕ, Αθήνα, Ελλάδα
Βιβλιογραφία
Πλήρες Αρθρο σε pdf (Αγγλικά/Ελληνικά)